μελίσσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελίσσι τα μελίσσια
      γενική του μελισσιού των μελισσιών
    αιτιατική το μελίσσι τα μελίσσια
     κλητική μελίσσι μελίσσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μελίσσια στις ΗΠΑ

Ετυμολογία

μελίσσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μελίσσι < μελίσσιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μελίσσιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική μέλισσα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μελίσσι

Ουσιαστικό

μελίσσι ουδέτερο

  1. κυψέλη μέσα στην οποία ζουν μέλισσες
     συνώνυμα: κυψέλη
  2. τόπος που έχει πολλές κυψέλες
    και στον πληθυντικό μελίσσια
  3. (μεταφορικά) χώρος που σφύζει από πνεύμα εργατικότητας

Συγγενικά

  • αγριομελίσσι
  • παιδομελίσσι

 και δείτε τη λέξη μέλισσα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

μελίσσι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.