μελίσσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μελίσσι | τα | μελίσσια |
| γενική | του | μελισσιού | των | μελισσιών |
| αιτιατική | το | μελίσσι | τα | μελίσσια |
| κλητική | μελίσσι | μελίσσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μελίσσια στις ΗΠΑ
Ετυμολογία
- μελίσσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μελίσσι < μελίσσιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μελίσσιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική μέλισσα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λίσ‐σι
Ουσιαστικό
μελίσσι ουδέτερο
Αναφορές
- μελίσσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.