βαμβακόμελο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαμβακόμελο | τα | βαμβακόμελα |
| γενική | του | βαμβακόμελου | των | βαμβακόμελων |
| αιτιατική | το | βαμβακόμελο | τα | βαμβακόμελα |
| κλητική | βαμβακόμελο | βαμβακόμελα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vam.vaˈko.me.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐βα‐κό‐με‐λο
Ουσιαστικό
βαμβακόμελο ουδέτερο
Μεταφράσεις
βαμβακόμελο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.