μελίπηκτον
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μελίπηκτον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μελίπηκτον ουδέτερο
- αρχαιοελληνική πηχτή κρέμα με γάλα και μέλι που χρησιμοποιούνταν στις συνταγές για το μαγείρεμα λαγού καθώς και άγριων πουλιών
Μεταφράσεις
μελίπηκτον
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.