μελίρρυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελίρρυτος η μελίρρυτη το μελίρρυτο
      γενική του μελίρρυτου της μελίρρυτης του μελίρρυτου
    αιτιατική τον μελίρρυτο τη μελίρρυτη το μελίρρυτο
     κλητική μελίρρυτε μελίρρυτη μελίρρυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελίρρυτοι οι μελίρρυτες τα μελίρρυτα
      γενική των μελίρρυτων των μελίρρυτων των μελίρρυτων
    αιτιατική τους μελίρρυτους τις μελίρρυτες τα μελίρρυτα
     κλητική μελίρρυτοι μελίρρυτες μελίρρυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μελίρρυτος < αρχαία ελληνική μελίρρυτος

Επίθετο

μελίρρυτος, -η, -ο

  1. ο γλυκομίλητος

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μελίρρυτος < μέλι + ῥυτός (< ῥέω)

Επίθετο

μελίρρυτος

  1. αυτός που στάζει (ρέει) από το στόμα του μέλι
  2. (μεταφορικά) ο γλυκομίλητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.