μελόπιτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μελόπιτα | οι | μελόπιτες |
| γενική | της | μελόπιτας | — | |
| αιτιατική | τη | μελόπιτα | τις | μελόπιτες |
| κλητική | μελόπιτα | μελόπιτες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μελόπιτα θηλυκό
- (γλυκό) πίτα με βασικό υλικό το μέλι
- Χωρίζουμε τη ζύμη σε δύο μέρη και την απλώνουμε στον ελαφρώς αλευρωμένο πάγκο της κουζίνας. Με τον πλάστη ανοίγουμε δύο λεπτά φύλλα. Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 170°C-180°C, στον αέρα. Βουτυρώνουμε ένα ταψί και στρώνουμε το ένα φύλλο. Απλώνουμε τη γέμιση της μελόπιτας και σκεπάζουμε με το άλλο φύλλο. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- κηρήθρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.