χαμοζωή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμοζωή οι χαμοζωές
      γενική της χαμοζωής των χαμοζωών
    αιτιατική τη χαμοζωή τις χαμοζωές
     κλητική χαμοζωή χαμοζωές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμοζωή < χαμο- + ζωή

Ουσιαστικό

χαμοζωή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.