σι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σι ουδέτερο

  • (μουσική) η έβδομη νότα στην κλίμακα του ντο


η χρωματική κλίμακα

ντο ή C ντο# ή C# ρε ή D ρε# ή D# μι ή E φα ή F φα# ή F# σολ ή G σολ# ή G# λα ή A λα# ή A# σι ή B

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.