εξοικονομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξοικονομώ < ελληνιστική κοινή ἐξοικονομέω, -ῶ ("αποβάλλω") < εξ- + οικονομώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksi.ko.noˈmo/
Ρήμα
εξοικονομώ
Συγγενικά
- εξοικονόμηση
- και → δείτε τη λέξη οικονομία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξοικονομώ | εξοικονομούσα | θα εξοικονομώ | να εξοικονομώ | εξοικονομώντας | |
| β' ενικ. | εξοικονομείς | εξοικονομούσες | θα εξοικονομείς | να εξοικονομείς | ||
| γ' ενικ. | εξοικονομεί | εξοικονομούσε | θα εξοικονομεί | να εξοικονομεί | ||
| α' πληθ. | εξοικονομούμε | εξοικονομούσαμε | θα εξοικονομούμε | να εξοικονομούμε | ||
| β' πληθ. | εξοικονομείτε | εξοικονομούσατε | θα εξοικονομείτε | να εξοικονομείτε | εξοικονομείτε | |
| γ' πληθ. | εξοικονομούν(ε) | εξοικονομούσαν(ε) | θα εξοικονομούν(ε) | να εξοικονομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξοικονόμησα | θα εξοικονομήσω | να εξοικονομήσω | εξοικονομήσει | ||
| β' ενικ. | εξοικονόμησες | θα εξοικονομήσεις | να εξοικονομήσεις | εξοικονόμησε | ||
| γ' ενικ. | εξοικονόμησε | θα εξοικονομήσει | να εξοικονομήσει | |||
| α' πληθ. | εξοικονομήσαμε | θα εξοικονομήσουμε | να εξοικονομήσουμε | |||
| β' πληθ. | εξοικονομήσατε | θα εξοικονομήσετε | να εξοικονομήσετε | εξοικονομήστε | ||
| γ' πληθ. | εξοικονόμησαν εξοικονομήσαν(ε) |
θα εξοικονομήσουν(ε) | να εξοικονομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξοικονομήσει | είχα εξοικονομήσει | θα έχω εξοικονομήσει | να έχω εξοικονομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξοικονομήσει | είχες εξοικονομήσει | θα έχεις εξοικονομήσει | να έχεις εξοικονομήσει | έχε εξοικονομημένο | |
| γ' ενικ. | έχει εξοικονομήσει | είχε εξοικονομήσει | θα έχει εξοικονομήσει | να έχει εξοικονομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξοικονομήσει | είχαμε εξοικονομήσει | θα έχουμε εξοικονομήσει | να έχουμε εξοικονομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξοικονομήσει | είχατε εξοικονομήσει | θα έχετε εξοικονομήσει | να έχετε εξοικονομήσει | έχετε εξοικονομημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν εξοικονομήσει | είχαν εξοικονομήσει | θα έχουν εξοικονομήσει | να έχουν εξοικονομήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εξοικονομημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εξοικονομημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εξοικονομημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εξοικονομημένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξοικονομούμαι | εξοικονομούμουν | θα εξοικονομούμαι | να εξοικονομούμαι | ||
| β' ενικ. | εξοικονομείσαι | εξοικονομούσουν | θα εξοικονομείσαι | να εξοικονομείσαι | ||
| γ' ενικ. | εξοικονομείται | εξοικονομούνταν | θα εξοικονομείται | να εξοικονομείται | ||
| α' πληθ. | εξοικονομούμαστε | εξοικονομούμασταν εξοικονομούμαστε |
θα εξοικονομούμαστε | να εξοικονομούμαστε | ||
| β' πληθ. | εξοικονομείστε | εξοικονομούσασταν εξοικονομούσαστε |
θα εξοικονομείστε | να εξοικονομείστε | εξοικονομείστε | |
| γ' πληθ. | εξοικονομούνται | εξοικονομούνταν | θα εξοικονομούνται | να εξοικονομούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξοικονομήθηκα | θα εξοικονομηθώ | να εξοικονομηθώ | εξοικονομηθεί | ||
| β' ενικ. | εξοικονομήθηκες | θα εξοικονομηθείς | να εξοικονομηθείς | εξοικονομήσου | ||
| γ' ενικ. | εξοικονομήθηκε | θα εξοικονομηθεί | να εξοικονομηθεί | |||
| α' πληθ. | εξοικονομηθήκαμε | θα εξοικονομηθούμε | να εξοικονομηθούμε | |||
| β' πληθ. | εξοικονομηθήκατε | θα εξοικονομηθείτε | να εξοικονομηθείτε | εξοικονομηθείτε | ||
| γ' πληθ. | εξοικονομήθηκαν εξοικονομηθήκαν(ε) |
θα εξοικονομηθούν(ε) | να εξοικονομηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξοικονομηθεί | είχα εξοικονομηθεί | θα έχω εξοικονομηθεί | να έχω εξοικονομηθεί | εξοικονομημένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξοικονομηθεί | είχες εξοικονομηθεί | θα έχεις εξοικονομηθεί | να έχεις εξοικονομηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξοικονομηθεί | είχε εξοικονομηθεί | θα έχει εξοικονομηθεί | να έχει εξοικονομηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξοικονομηθεί | είχαμε εξοικονομηθεί | θα έχουμε εξοικονομηθεί | να έχουμε εξοικονομηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξοικονομηθεί | είχατε εξοικονομηθεί | θα έχετε εξοικονομηθεί | να έχετε εξοικονομηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξοικονομηθεί | είχαν εξοικονομηθεί | θα έχουν εξοικονομηθεί | να έχουν εξοικονομηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξοικονομημένος - είμαστε, είστε, είναι εξοικονομημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξοικονομημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξοικονομημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξοικονομημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξοικονομημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξοικονομημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξοικονομημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.