μακροζωία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μακροζωία | οι | μακροζωίες |
| γενική | της | μακροζωίας | — | |
| αιτιατική | τη | μακροζωία | τις | μακροζωίες |
| κλητική | μακροζωία | μακροζωίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.kɾo.zoˈi.a/
Ουσιαστικό
μακροζωία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
- Το να φτάνει κανείς σε πολύ μεγάλη ηλικία, να ζει πολλά χρόνια.
- Είναι πασίγνωστη η μακροζωία των ορεσίβιων κατοίκων του Καυκάσου.
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μακροζωία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.