φιλοζωία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλοζωία οι φιλοζωίες
      γενική της φιλοζωίας των φιλοζωιών
    αιτιατική τη φιλοζωία τις φιλοζωίες
     κλητική φιλοζωία φιλοζωίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. φιλοζωία < ελληνιστική κοινή φιλοζωΐα < φιλόζωος < φίλος + ζωή
  2. φιλοζωία < φιλόζω(ος) + -ία < αρχαία ελληνική φιλόζῳος < φίλος + ζῷον

Ουσιαστικό

φιλοζωία θηλυκό

  1. η αγάπη για τη ζωή
  2. η αγάπη για τα ζώα
     συνώνυμα: ζωοφιλία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.