διαρκώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαρκώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρκῶ, [1] συνηρημένος τύπος του διαρκέω < δι- + ἀρκέω / ἀρκῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aɾˈko/ /ðʝaɾˈko/ & /ði.aɾˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐ρκώ
Ρήμα
διαρκώ, αόρ.: διήρκεσα/διάρκεσα (χωρίς παθητική φωνή)
- η ύπαρξη ενός φαινομένου, γεγονός ή κάποιου για ορισμένο χρονικό διάστημα
- ↪ η συναυλία διήρκεσε πάνω από πέντε ώρες
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- διαρκώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.