ολιγόζωος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολιγόζωος | η | ολιγόζωη | το | ολιγόζωο |
| γενική | του | ολιγόζωου | της | ολιγόζωης | του | ολιγόζωου |
| αιτιατική | τον | ολιγόζωο | την | ολιγόζωη | το | ολιγόζωο |
| κλητική | ολιγόζωε | ολιγόζωη | ολιγόζωο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολιγόζωοι | οι | ολιγόζωες | τα | ολιγόζωα |
| γενική | των | ολιγόζωων | των | ολιγόζωων | των | ολιγόζωων |
| αιτιατική | τους | ολιγόζωους | τις | ολιγόζωες | τα | ολιγόζωα |
| κλητική | ολιγόζωοι | ολιγόζωες | ολιγόζωα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολιγόζωος < μεσαιωνική ελληνική ολιγόζωος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ζωή
Επίθετο
ολιγόζωος, -η, -ο
Πηγές
- ολιγόζωος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
ολιγόζωος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.