καλοζωία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλοζωία | οι | καλοζωίες |
| γενική | της | καλοζωίας | — | |
| αιτιατική | την | καλοζωία | τις | καλοζωίες |
| κλητική | καλοζωία | καλοζωίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καλοζωία θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- καλοζωίζω
- καλοζωισμένος
- καλοζωιστής
- καλοζωίστρια
- → δείτε τις λέξεις καλός, ζωή και ζω
Μεταφράσεις
καλοζωία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.