κακοζωισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοζωισμένος η κακοζωισμένη το κακοζωισμένο
      γενική του κακοζωισμένου της κακοζωισμένης του κακοζωισμένου
    αιτιατική τον κακοζωισμένο την κακοζωισμένη το κακοζωισμένο
     κλητική κακοζωισμένε κακοζωισμένη κακοζωισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοζωισμένοι οι κακοζωισμένες τα κακοζωισμένα
      γενική των κακοζωισμένων των κακοζωισμένων των κακοζωισμένων
    αιτιατική τους κακοζωισμένους τις κακοζωισμένες τα κακοζωισμένα
     κλητική κακοζωισμένοι κακοζωισμένες κακοζωισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κακοζωισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοζωίζω

Μετοχή

κακοζωισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.