ζήτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζήτω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζήτω[1]

Επιφώνημα

ζήτω

Σύνθετα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

ζήτω < σημασιολογικό δάνειο από την εβραϊκή יחי (y'khí) (πρώτη γραπτή εμφάνιση της επιφωνηματικής έννοιας απαντά στη μετάφραση των εβδομήκοντα) < חי (kháy: ζω)

Επιφώνημα

ζήτω

Ετυμολογία 2

ζήτω: κλιτικός τύπος

Ρηματικός τύπος

ζήτω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.