βου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βου < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βου ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • (Χρειάζεται πηγή)



Τσακωνικά (tsd)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvu/

Ετυμολογία 1

βου < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βοάω / βοώ

Ουσιαστικό

βου αρσενικό

  • (θηλαστικό ζώο) το βόδι

Κλιτικοί τύποι

  • ο βου - βούε (πληθυντικός τα βόδια)

Συγγενικά

  • βουκόλε (αρσενικό)
  • βουκολείε (ουδέτερο)
  • βουκολούδι (ουδέτερο)

Ετυμολογία 2

βου < (κληρονομημένο) δωρική διάλεκτος βοάω / βοῶ

Ρήμα

βου

  1. κλαίω, θρηνώ
  2. (μεταφορικά) τρεμοσβήνω (για άστρα, φωτιά: σαν να κλαίνε)
  3. λυπάμαι κάποιον, συμπονώ

  • βουού

Ρηματικοί τύποι

  • είνι βούντα (κλαίνε, κυριολεκτικά: είναι κλαίοντα)
  • έκι βούα, έκι βούντα (έκλαιγε, λυπόταν)
  • εβάκα (λυπήθηκα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.