ζωηρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζωηρός | η | ζωηρή | το | ζωηρό |
| γενική | του | ζωηρού | της | ζωηρής | του | ζωηρού |
| αιτιατική | τον | ζωηρό | τη | ζωηρή | το | ζωηρό |
| κλητική | ζωηρέ | ζωηρή | ζωηρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζωηροί | οι | ζωηρές | τα | ζωηρά |
| γενική | των | ζωηρών | των | ζωηρών | των | ζωηρών |
| αιτιατική | τους | ζωηρούς | τις | ζωηρές | τα | ζωηρά |
| κλητική | ζωηροί | ζωηρές | ζωηρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζωηρός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζωηρός [1] ή μεσαιωνική ελληνική ζωηρός. [2] Μορφολογικά αναλύεται σε ζω(ή) + -ηρός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /zo.iˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐η‐ρός
Επίθετο
ζωηρός, -ή, -ό
- που χαρακτηρίζεται από ζωντάνια, δράση και ενεργητικότητα
- έντονος
- ↪ ζωηρό ενδιαφέρον, ζωηρά χρώματα
- άτακτος
Συγγενικά
με θέμα ζωηρ-
- αζωήρευτος
- ζωηρά (επίρρημα)
- ζωηράδα
- ζωήρεμα
- ζωηρεμένος
- ζωηρεύω
- ζωηρότητα, ζωηρότη
- ζωηρούλης, ζωηρούλα, ζωηρούλι
- ζωηρούλικος
- ζωηρούτσικα (επίρρημα)
- ζωηρούτσικος
- ζωηρόχρωμος
- ζωηρώς (παρωχημένο επίρρημα)
- ξαναζωήρεμα
- ξαναζωηρεύω
→ και δείτε τη λέξη ζωή
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ζωηρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- ζωηρός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ζωηρός | ἡ | ζωηρᾱ́ | τὸ | ζωηρόν |
| γενική | τοῦ | ζωηροῦ | τῆς | ζωηρᾶς | τοῦ | ζωηροῦ |
| δοτική | τῷ | ζωηρῷ | τῇ | ζωηρᾷ | τῷ | ζωηρῷ |
| αιτιατική | τὸν | ζωηρόν | τὴν | ζωηρᾱ́ν | τὸ | ζωηρόν |
| κλητική ὦ! | ζωηρέ | ζωηρᾱ́ | ζωηρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ζωηροί | αἱ | ζωηραί | τὰ | ζωηρᾰ́ |
| γενική | τῶν | ζωηρῶν | τῶν | ζωηρῶν | τῶν | ζωηρῶν |
| δοτική | τοῖς | ζωηροῖς | ταῖς | ζωηραῖς | τοῖς | ζωηροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ζωηρούς | τὰς | ζωηρᾱ́ς | τὰ | ζωηρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ζωηροί | ζωηραί | ζωηρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζωηρώ | τὼ | ζωηρᾱ́ | τὼ | ζωηρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ζωηροῖν | τοῖν | ζωηραῖν | τοῖν | ζωηροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ζωηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.