δη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

δη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δή

Μόριο

δη

Ετυμολογία 2

δη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δη ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.