ζωηφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζωηφόρος | η | ζωηφόρος & ζωηφόρα |
το | ζωηφόρο |
| γενική | του | ζωηφόρου | της | ζωηφόρου & ζωηφόρας |
του | ζωηφόρου |
| αιτιατική | τον | ζωηφόρο | τη | ζωηφόρο & ζωηφόρα |
το | ζωηφόρο |
| κλητική | ζωηφόρε | ζωηφόρε & ζωηφόρα |
ζωηφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζωηφόροι | οι | ζωηφόροι & ζωηφόρες |
τα | ζωηφόρα |
| γενική | των | ζωηφόρων | των | ζωηφόρων | των | ζωηφόρων |
| αιτιατική | τους | ζωηφόρους | τις | ζωηφόρους & ζωηφόρες |
τα | ζωηφόρα |
| κλητική | ζωηφόροι | ζωηφόροι & ζωηφόρες |
ζωηφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζωηφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζωηφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε ζωή + -φόρος
Επίθετο
ζωηφόρος, -ος, -ο
- που φέρνει, δημιουργεί ζωή
- ※ Ο Χριστός ζωηφόρος άρτος: Ναός Αγίου Γεωργίου, Μοσχοπόταμος (Πιερίας). Η παράσταση του Χριστού ζωηφόρου άρτου ακολουθεί το καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο. (Ο Χριστός ζωηφόρος άρτος = Christ as the lifegiving bread, ψηφιοθήκη ΑΠΘ, ανάκτηση 8/12/2019)
- ※
- Τα άχραντα Μυστήρια, το Αίμα, και το Σώμα,
- Αυτός σε κοινώνησε, το ζωηφόρον πώμα
- Αυτός σε καταχόρτασε, την ζωηφόρον βρώσιν
- (Περί του μη κατακρίνειν άνθρωπον ιερωμένον στο Ανδραγαθείας του Ευσεβεστάτου και Ανδριοτάτου Μιχαήλ Βοεβόδα, Ενετίηση, αψμβ', παρά Αντωνίω τω Βόρτολι, 1749, σελ. 101 )
Μεταφράσεις
ζωηφόρος
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ζωηφόρος | τὸ | ζωηφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ζωηφόρου | τοῦ | ζωηφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ζωηφόρῳ | τῷ | ζωηφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ζωηφόρον | τὸ | ζωηφόρον | ||
| κλητική ὦ! | ζωηφόρε | ζωηφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ζωηφόροι | τὰ | ζωηφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ζωηφόρων | τῶν | ζωηφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ζωηφόροις | τοῖς | ζωηφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ζωηφόρους | τὰ | ζωηφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ζωηφόροι | ζωηφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζωηφόρω | τὼ | ζωηφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζωηφόροιν | τοῖν | ζωηφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ζωηφόρος, -ος, -ον
- που φέρνει ζωή
- ζωηφόρος γραμμὴ (χειρός) (γραμμή της ζωής, στη χειρομαντεία)
Πηγές
- ζωηφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.