βιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βιώνω < αρχαία ελληνική βιόω-βιῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /viˈo.no/
Ρήμα
βιώνω
- ζω μια κατάσταση ή ένα γεγονός με συνειδητό και έντονο τρόπο
- έχει βιώσει πολλά βάσανα στη ζωή του
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βιώνω | βίωνα | θα βιώνω | να βιώνω | βιώνοντας | |
| β' ενικ. | βιώνεις | βίωνες | θα βιώνεις | να βιώνεις | βίωνε | |
| γ' ενικ. | βιώνει | βίωνε | θα βιώνει | να βιώνει | ||
| α' πληθ. | βιώνουμε | βιώναμε | θα βιώνουμε | να βιώνουμε | ||
| β' πληθ. | βιώνετε | βιώνατε | θα βιώνετε | να βιώνετε | βιώνετε | |
| γ' πληθ. | βιώνουν(ε) | βίωναν βιώναν(ε) |
θα βιώνουν(ε) | να βιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βίωσα | θα βιώσω | να βιώσω | βιώσει | ||
| β' ενικ. | βίωσες | θα βιώσεις | να βιώσεις | βίωσε | ||
| γ' ενικ. | βίωσε | θα βιώσει | να βιώσει | |||
| α' πληθ. | βιώσαμε | θα βιώσουμε | να βιώσουμε | |||
| β' πληθ. | βιώσατε | θα βιώσετε | να βιώσετε | βιώστε | ||
| γ' πληθ. | βίωσαν βιώσαν(ε) |
θα βιώσουν(ε) | να βιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βιώσει | είχα βιώσει | θα έχω βιώσει | να έχω βιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βιώσει | είχες βιώσει | θα έχεις βιώσει | να έχεις βιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βιώσει | είχε βιώσει | θα έχει βιώσει | να έχει βιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βιώσει | είχαμε βιώσει | θα έχουμε βιώσει | να έχουμε βιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βιώσει | είχατε βιώσει | θα έχετε βιώσει | να έχετε βιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βιώσει | είχαν βιώσει | θα έχουν βιώσει | να έχουν βιώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.