ζωντανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωντανός η ζωντανή το ζωντανό
      γενική του ζωντανού της ζωντανής του ζωντανού
    αιτιατική τον ζωντανό τη ζωντανή το ζωντανό
     κλητική ζωντανέ ζωντανή ζωντανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωντανοί οι ζωντανές τα ζωντανά
      γενική των ζωντανών των ζωντανών των ζωντανών
    αιτιατική τους ζωντανούς τις ζωντανές τα ζωντανά
     κλητική ζωντανοί ζωντανές ζωντανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωντανός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζωντανός

Προφορά

ΔΦΑ : /zon.daˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζωντανός

Επίθετο

ζωντανός, -ή, -ό

  1. που ζει, βρίσκεται στη ζωή, δεν είναι νεκρός
     αντώνυμα: νεκρός, πεθαμένος
  2. (μεταφορικά) ο ζωηρός, με έντονη διάθεση
    Ο Γιώργος είναι ζωντανός άνθρωπος και μεταδίδει την καλή του διάθεση και στους γύρω του.
  3. που προκαλεί έντονη κι ευχάριστηση αίσθηση
    Έβαψε το δωμάτιο των παιδιών με ζωντανά χρώματα.
     συνώνυμα: έντονος, λαμπερός, φωτεινός
     αντώνυμα: αχνός, ξεθωριασμένος
  4. που αποδίδει κάτι με παραστατικότητα κι ευκρίνεια
    ζωντανή αφήγηση
     συνώνυμα: εναργής, παραστατικός
  5. (για μετάδοση ενός γεγονότος από ραδιοτηλεοπτικά μέσα) που μεταδίδεται απ' ευθείας
    Ο αγώνας μεταδίδεται ζωντανός, ζωντανά σε απευθαίας μετάδοση.
  6. (διαδίκτυο) (για μετάδοση ενός γεγονότος διαδικτυακά) live streaming: που μεταδίδεται απ' ευθείας διαδικτυακά (βλ. ζωντανή ροοθήκευση)
      Ζωντανή μετάδοση εκδηλώσεων με απεριόριστο αριθμό θεατών σε ιδιόκτητους servers (Live streaming. Προσπέλαση 2020-07-01.)
     δείτε και τον όρο ζωντανή ροοθήκευση

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ζωή, ζων και ζω

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ζωντανός < θέμα ζωντ-< ελληνιστική κοινή ζῶντα ως επίρρημα < αρχαία ελληνική ζῶντα, αιτιατική ενικού της συνηρημένης μετοχής ζῶν του ζῶ + -ανός[1]

Επίθετο

ζωντανός

Κλιτικοί τύποι

  • ζωντανανόν, ζωντανό (ουδέτερο)
  • ζώντανου (γενικήε ενικού ή και του ζώντανος)

Παράγωγα

Συγγενικά

  • ζωντανεύω
  • ζωντανοσύνη
  • ζωντανοχωρισμένος
  • ζωντανοχωριστός
  • ζώντως
  • ὁλοζώντανος

 και δείτε τις λέξεις ζωή και ζῶ

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.