ωοζωοτόκος
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
ωοζωοτόκος, -ος, -ο
- που γεννά αβγά τα οποία εκκολάπτονται στο εσωτερικό του μητρικού οργανισμού
Μεταφράσεις
ωοζωοτόκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.