πολυζωία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυζωία οι πολυζωίες
      γενική της πολυζωίας των πολυζωιών
    αιτιατική την πολυζωία τις πολυζωίες
     κλητική πολυζωία πολυζωίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυζωία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πολυζωία θηλυκό

  • η ζωή για μεγάλο χρονικό διάστημα


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.