καλοζωισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοζωισμένος | η | καλοζωισμένη | το | καλοζωισμένο |
| γενική | του | καλοζωισμένου | της | καλοζωισμένης | του | καλοζωισμένου |
| αιτιατική | τον | καλοζωισμένο | την | καλοζωισμένη | το | καλοζωισμένο |
| κλητική | καλοζωισμένε | καλοζωισμένη | καλοζωισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοζωισμένοι | οι | καλοζωισμένες | τα | καλοζωισμένα |
| γενική | των | καλοζωισμένων | των | καλοζωισμένων | των | καλοζωισμένων |
| αιτιατική | τους | καλοζωισμένους | τις | καλοζωισμένες | τα | καλοζωισμένα |
| κλητική | καλοζωισμένοι | καλοζωισμένες | καλοζωισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλοζωισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλοζωίζω
Μετοχή
καλοζωισμένος, -η, -ο
- που έχει καλό και πλούσιο επίπεδο διαβίωσης
- ※ Είναι κομψός και λεπτός κύριος. Σαρανταπεντάρης μα καλοζωισμένος. (Φώτος Γιοφύλλης Οι προσθέσεις [διήγημα])
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
καλοζωισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.