άζωτο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- άζωτο < (μαρτυρείται από το 1889) (λόγιο δάνειο) γαλλική azote[1] [2] < ελληνιστική κοινή ἄζωτον (χωρίς ζωή), ουδέτερο του ἄζωτος < ἀ- + ζωόω < αρχαία ελληνική ζωή
- Μορφολογικά αναλύεται σε ά- + -ζωτο
- Το 1775-76 ο Γάλλος χημικός Λαβουαζιέ (Lavoisier) ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε ότι το αέριο ήταν χημικό στοιχείο και το 1789 του έδωσε το όνομα άζωτο εξαιτίας της ιδιότητάς του να μην συντελεί στη διατήρηση της ζωής
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.zo.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ζω‐το
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άζωτο | τα | άζωτα |
| γενική | του | άζωτου & αζώτου |
των | άζωτων & αζώτων |
| αιτιατική | το | άζωτο | τα | άζωτα |
| κλητική | άζωτο | άζωτα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δείγμα αζώτου.
Ουσιαστικό
άζωτο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 7 και χημικό σύμβολο το N
- άχρωμο, άοσμο και άγευστο αέριο, το μόριο του οποίου αποτελείται από δύο άτομα αζώτου (N2) και αποτελεί το 78% του ατμοσφαιρικού αέρα
Εκφράσεις
Συνώνυμα
Σύνθετα
- νίτρο
- Περιοδικός πίνακας των στοιχείων
-
άζωτο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
άζωτο
Αναφορές
- άζωτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άζωτο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.