υλοζωιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υλοζωιστής | οι | υλοζωιστές |
| γενική | του | υλοζωιστή | των | υλοζωιστών |
| αιτιατική | τον | υλοζωιστή | τους | υλοζωιστές |
| κλητική | υλοζωιστή | υλοζωιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υλοζωιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υλοζωιστής αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
υλοζωιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.