ηωζωικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηωζωικός η ηωζωική το ηωζωικό
      γενική του ηωζωικού της ηωζωικής του ηωζωικού
    αιτιατική τον ηωζωικό την ηωζωική το ηωζωικό
     κλητική ηωζωικέ ηωζωική ηωζωικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηωζωικοί οι ηωζωικές τα ηωζωικά
      γενική των ηωζωικών των ηωζωικών των ηωζωικών
    αιτιατική τους ηωζωικούς τις ηωζωικές τα ηωζωικά
     κλητική ηωζωικοί ηωζωικές ηωζωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηωζωικός < αρχαία ελληνική ηώζωον < ηώς + ζωή

Επίθετο

ηωζωικός, -ή, -ό

  1. αυτός που αναφέρεται στην πρώτη περίοδο εμφάνισης ζωής
    ηωζωικός αιώνας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.