διαμένω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαμένω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαμένω (παραμένω) < δια- + μένω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική résider) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈme.no/ & /ðʝaˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐μέ‐νω
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαμένω | διέμενα | θα διαμένω | να διαμένω | διαμένοντας | |
| β' ενικ. | διαμένεις | διέμενες | θα διαμένεις | να διαμένεις | διάμενε | |
| γ' ενικ. | διαμένει | διέμενε | θα διαμένει | να διαμένει | ||
| α' πληθ. | διαμένουμε | διαμέναμε | θα διαμένουμε | να διαμένουμε | ||
| β' πληθ. | διαμένετε | διαμένατε | θα διαμένετε | να διαμένετε | διαμένετε | |
| γ' πληθ. | διαμένουν(ε) | διέμεναν διαμέναν(ε) |
θα διαμένουν(ε) | να διαμένουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διέμεινα | θα διαμείνω | να διαμείνω | διαμείνει | ||
| β' ενικ. | διέμεινες | θα διαμείνεις | να διαμείνεις | διάμεινε | ||
| γ' ενικ. | διέμεινε | θα διαμείνει | να διαμείνει | |||
| α' πληθ. | διαμείναμε | θα διαμείνουμε | να διαμείνουμε | |||
| β' πληθ. | διαμείνατε | θα διαμείνετε | να διαμείνετε | διαμείντε | ||
| γ' πληθ. | διέμειναν διαμείναν(ε) |
θα διαμείνουν(ε) | να διαμείνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαμείνει | είχα διαμείνει | θα έχω διαμείνει | να έχω διαμείνει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαμείνει | είχες διαμείνει | θα έχεις διαμείνει | να έχεις διαμείνει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαμείνει | είχε διαμείνει | θα έχει διαμείνει | να έχει διαμείνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαμείνει | είχαμε διαμείνει | θα έχουμε διαμείνει | να έχουμε διαμείνει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαμείνει | είχατε διαμείνει | θα έχετε διαμείνει | να έχετε διαμείνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαμείνει | είχαν διαμείνει | θα έχουν διαμείνει | να έχουν διαμείνει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- διαμένω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- διαμένω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαμένω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.