υλοζωισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υλοζωισμός οι υλοζωισμοί
      γενική του υλοζωισμού των υλοζωισμών
    αιτιατική τον υλοζωισμό τους υλοζωισμούς
     κλητική υλοζωισμέ υλοζωισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υλοζωισμός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /i.lo.zo.iˈzmos/

Ουσιαστικό

υλοζωισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.