βυζαντινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βυζαντινός | η | βυζαντινή | το | βυζαντινό |
| γενική | του | βυζαντινού | της | βυζαντινής | του | βυζαντινού |
| αιτιατική | τον | βυζαντινό | τη | βυζαντινή | το | βυζαντινό |
| κλητική | βυζαντινέ | βυζαντινή | βυζαντινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βυζαντινοί | οι | βυζαντινές | τα | βυζαντινά |
| γενική | των | βυζαντινών | των | βυζαντινών | των | βυζαντινών |
| αιτιατική | τους | βυζαντινούς | τις | βυζαντινές | τα | βυζαντινά |
| κλητική | βυζαντινοί | βυζαντινές | βυζαντινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βυζαντινός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική byzant(in) + -ινός < υστερολατινική Byzantinus < αρχαία ελληνική Βυζάντιον[1] < Βύζας < θρακικά
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.zan.diˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυ‐ζα‐ντι‐νός
Επίθετο
βυζαντινός, -ή, -ό
- (ιστορία) σχετικός με την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία που είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη (το αρχαίο Βυζάντιο)
- (παρωχημένο) οθωμανικός
- ※ Υπουργείον Ναυτικών (1825-1826): δύο έγγραφα του υπουργείου προς τους ναυάρχους της Β΄ μοίρας του Στόλου κατά του “Βυζαντινού Εχθρικού Στόλου” (Ναύπλιο, 12 και 14 Μαΐου 1825) που υπογράφουν οι Ιωάννης Ν.Λαζάρου και Χ΄΄ Ανδρέας Αργύρης, σχετικά με την παραλαβή κατασχεθέντων λειών από ξένα πλοία. (Αρχείο Γεωργίου Σαχτούρη, Ε.Λ.Ι.Α)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- βυζαντινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.