αναζωογονώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναζωογονώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αναζωογονώ

  1. δίνω ξανά σε κάτι ζωντάνια
    όταν είστε κουρασμένοι, ένα ζεστό μπάνιο μπορεί να σας αναζωογονήσει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.