πα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
Ουσιαστικό
πα ουδέτερο άκλιτο
Ετυμολογία 2
- πα < μπα
Επιφώνημα
πα
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του μπα
- ※ Σκύβει η Λωξάντρα και βλέπει μέσα στον τοίχο χτισμένη την κοιλιά κιουπιού. Πα! Θησαυρός θαμμένος μέσα σε κιούπι!
- Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σ. 41.
- ※ Σκύβει η Λωξάντρα και βλέπει μέσα στον τοίχο χτισμένη την κοιλιά κιουπιού. Πα! Θησαυρός θαμμένος μέσα σε κιούπι!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.