πα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

πα < το πρώτο γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου, α  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πα ουδέτερο άκλιτο

Ετυμολογία 2

πα < μπα

Επιφώνημα

πα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.