ζώο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζώο τα ζώα
      γενική του ζώου των ζώων
    αιτιατική το ζώο τα ζώα
     κλητική ζώο ζώα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζώο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζῷον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzo.o/
 

Ουσιαστικό

ζώο ουδέτερο

  1. (βιολογία) κάθε έμβιο ον, εκτός από τα φυτά, κάθε οργανισμός με την ικανότητα της κίνησης και της συναίσθησης· Λέγεται κυρίως για θηλαστικά, αλλά αφορά και ψάρια, έντομα και ερπετά
  2. (μεταφορικά) μειωτικός ή και υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο χωρίς μυαλό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.