γέφυρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γέφυρα οι γέφυρες
      γενική της γέφυρας των γεφυρών
    αιτιατική τη γέφυρα τις γέφυρες
     κλητική γέφυρα γέφυρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου
κατασκευή οδοντιατρικής γέφυρας
γέφυρα εμπορικού πλοίου
γέφυρα στη γυμναστική

Ετυμολογία

γέφυρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γέφυρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝe.fi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γέφυρα

Ουσιαστικό

γέφυρα θηλυκό

  1. (μηχανική) κατασκευή που επιτρέπει το πέρασμα ανθρώπων, οχημάτων κλπ. πάνω από ποτάμια, χαράδρες, θαλάσσια στενά ή άλλα φυσικά ή ανθρωπογενή εμπόδια
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε διευκολύνει την προσέγγιση και την επικοινωνία ανθρώπων, ομάδων, κρατών κλπ. μεταξύ τους και συντελεί στην άμβλυνση των διαφορών ή των διαφωνιών
  3. (οδοντιατρική) κατασκεύασμα με ελάσματα και γεφυρώματα που τοποθετείται στα σημεία της οδοντοστοιχίας που λείπουν ένα ή περισσότερα δόντια
  4. (ναυτικός όρος) το υπερυψωμένο επίπεδο ενός πλοίου πάνω από το κατάστρωμά του, όπου βρίσκονται τα συστήματα διακυβέρνησής του
      Εξακολουθούσα να ξυπνάω χαράματα, λες και θα πήγαινα στη γέφυρα για τιμόνι. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
  5. (αθλητισμός) γυμναστική άσκηση κατά την οποία το σώμα του ασκούμενου λυγίζει προς τα πίσω, τα χέρια και τα πόδια ακουμπούν στο δάπεδο, ώστε ο κορμός να σχηματίζει τόξο
  6. (ανατομία) δομή του οπίσθιου μέρους του εγκεφάλου
  7. (πληροφορική) μηχανισμός μεταφοράς δεδομένων από ένα ή πολλά σημεία αποθήκευσης σε ένα ή πολλά άλλα
  8. (δίκτυο υπολογιστών) bridge: δικτυακή συσκευή που συνδέει δύο ή περισσότερα τοπικά δίκτυα (LAN) στο επίπεδο 2 του μοντέλου OSI
    υπερώνυμα: συσκευή δικτύου
    Δείτε επίσης: γέφυρα δικτύου στην Βικιπαίδεια

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γέφῡρα-
ονομαστική γέφυρ αἱ γέφυραι
      γενική τῆς γεφύρᾱς τῶν γεφυρῶν
      δοτική τῇ γεφύρ ταῖς γεφύραις
    αιτιατική τὴν γέφυρᾰν τὰς γεφύρᾱς
     κλητική ! γέφυρ γέφυραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεφύρ
γεν-δοτ τοῖν  γεφύραιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γέφυρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γέφυρα θηλυκό

  1. φράγμα, όριο
  2. (μηχανική) γέφυρα (που ενώνει δύο αντίπερα όχθες)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.