γεφυρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γεφυρώνω < αρχαία ελληνική γεφυρόω-γεφυρῶ

Ρήμα

γεφυρώνω

  1. συνδέω με γέφυρα δύο σημεία που χωρίζονται από κενό
  2. (μεταφορικά) επιτυγχάνω τη συνεννόηση μεταξύ δύο πλευρών που χωρίζονται από αντίθετες απόψεις ή συμφέροντα (για έμψυχα)
    κάνω δύο θεωρίες να προσεγγίσουν, δημιουργώ συνδετικό σημείο μεταξύ εννοιών (για αφηρημένες έννοιες)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.