мост
Βουλγαρικά
(bg)
Ουσιαστικό
мост
(bg)
αρσενικό
η
γέφυρα
κατασκευή που ενώνει δύο σημεία
προσθετικό κατασκεύασμα για το στόμα
γυμναστική άσκηση
Ρωσικά
(ru)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
мост
(ru)
γέφυρα
Σερβικά
(sr)
Ουσιαστικό
мост
(sr)
(
λατινική γραφή:
most
)
γέφυρα
Σλαβομακεδονικά
(mk)
Ουσιαστικό
мост
(mk)
αρσενικό
η
γέφυρα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.