γερανογέφυρα
Νέα ελληνικά (el)

φόρτωση σιδήρου σε φορτηγό από γερανογέφυρα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γερανογέφυρα | οι | γερανογέφυρες |
| γενική | της | γερανογέφυρας | των | γερανογεφυρών |
| αιτιατική | τη | γερανογέφυρα | τις | γερανογέφυρες |
| κλητική | γερανογέφυρα | γερανογέφυρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γερανογέφυρα < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Kranbrücke
Ουσιαστικό
γερανογέφυρα θηλυκό
- σύνθετο ανυψωτικό μηχάνημα για τη μετακίνηση φορτίων σε έναν χώρο σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου· στις δύο απέναντι πλευρές (πχ τοίχους) αυτού του χώρου είναι στερεωμένες ψηλά ράγες πάνω στις οποίες μπορούν να κινηθούν μία ή δύο δοκοί· από τις δοκούς κρέμεται ένας γερανός που μπορεί να μετακινηθεί κατά μήκος αυτών· έτσι το σύστημα μπορεί να κινηθεί οριζοντίως και καθέτως στο σύνολο του χώρου για να μετακινήσει φορτία μέσα σε αυτόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.