γεφυρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεφυρωμένος η γεφυρωμένη το γεφυρωμένο
      γενική του γεφυρωμένου της γεφυρωμένης του γεφυρωμένου
    αιτιατική τον γεφυρωμένο τη γεφυρωμένη το γεφυρωμένο
     κλητική γεφυρωμένε γεφυρωμένη γεφυρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεφυρωμένοι οι γεφυρωμένες τα γεφυρωμένα
      γενική των γεφυρωμένων των γεφυρωμένων των γεφυρωμένων
    αιτιατική τους γεφυρωμένους τις γεφυρωμένες τα γεφυρωμένα
     κλητική γεφυρωμένοι γεφυρωμένες γεφυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεφυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γεφυρώνω

Μετοχή

γεφυρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει καλυφθεί με γέφυρα
  2. (μεταφορικά) που έχει συμφιλιωθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.