pont
Βρετονικά
(br)
Ουσιαστικό
pont
(br)
η
γέφυρα
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
pont
ponts
pont
(fr)
η
γέφυρα
το
κατάστρωμα
Καταλανικά
(ca)
Ουσιαστικό
pont
(ca)
η
γέφυρα
Ουαλικά
(cy)
Ουσιαστικό
pont
(cy)
η
γέφυρα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.