bridge

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
bridge bridges

Προφορά

ΔΦΑ : /bɹɪd͡ʒ/
 

Ουσιαστικό

bridge (en)

  1. η γέφυρα
    A bridge joins the island with the mainland.
    Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.
  2. (παιχνίδι) το μπριτζ
  3. (δίκτυο υπολογιστών) γέφυρα, δικτυακή συσκευή
    δείτε επίσης: bridging (networking) στην αγγλική Βικιπαίδεια

  • bridge στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.