άμβλυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άμβλυνση οι αμβλύνσεις
      γενική της άμβλυνσης* των αμβλύνσεων
    αιτιατική την άμβλυνση τις αμβλύνσεις
     κλητική άμβλυνση αμβλύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμβλύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άμβλυνση < ἄμβλυνσις < ἀμβλύνω + -σις / -ση

Ουσιαστικό

άμβλυνση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.