τοπικό δίκτυο

Νέα ελληνικά (el)

Απεικόνιση ενός LAN με χρήση Ethernet

Ετυμολογία

τοπικό δίκτυο <  δείτε τις λέξεις τοπικός και δίκτυο

Πολυλεκτικός όρος

τοπικό δίκτυο

  • (δίκτυο υπολογιστών) δίκτυο υπολογιστών περιορισμένης γεωγραφικής έκτασης (γραφείο/κτήριο), το οποίο επιτρέπει κοινή χρήση πόρων λογισμικού και συσκευών
    Η γεωγραφική έκταση είναι τόση ώστε να μην χρειάζονται υπηρεσίες τηλεπικοινωνιακής εταιρίας
    Χρησιμεύει στην ανταλλαγή μηνυμάτων, εξοικονόμηση πόρων και άμεση εναλλακτική λύση στη βλάβη συσκευής, όταν υπάρχει δεύτερη ισοδύναμη στο δίκτυο
    συντομογραφία: LAN

Υπώνυμα

  • δίκτυο γραφείου
  • οικιακό δίκτυο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.