pod

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

pod (en)

  1. (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) άκατος
  2. (βοτανική) καρπόφυλλο, θήκη των σπερμάτων

Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

pod (bs)

  1. πάτωμα
  2. έδαφος



Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

pod (hr) αρσενικό

  1. το πάτωμα

Πρόθεση

pod (hr)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɔt/
 

Πρόθεση

pod (pl)

Εκφράσεις

  • pod ręką: στο χέρι, του χεριού μου
  • pod tytułem: υπό τον τίτλο, με τίτλο

Συνώνυμα

  • pode (χρησιμοποιείται στις εκφράσεις pode mnie, pode mną)

  • pod-



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

pod (ro) ουδέτερο



Σερβικά (sr)

Πρόθεση

pod (sr)

  • λατινική γραφή του под



Σλοβενικά (sl)

Πρόθεση

pod (sl)

Ουσιαστικό

pod (sl) αρσενικό

  1. το πάτωμα



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Πρόθεση

pod (cs)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.