φράγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φράγμα τα φράγματα
      γενική του φράγματος των φραγμάτων
    αιτιατική το φράγμα τα φράγματα
     κλητική φράγμα φράγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φράγμα < αρχαία ελληνική φράγμα

Ουσιαστικό

φράγμα ουδέτερο

  1. κατασκευή που εμποδίζει την ελεύθερη ροή ενός ποταμού και δημιουργεί μια τεχνητή λίμνη, υδατοφράκτης
    Το φράγμα του Ασουάν
    Το φράγμα στον ταμιευτήρα του Μαραθώνα, το φράγμα του Μόρνου, το φράγμα της Υλίκης, το φράγμα του Ευήνου
  2. κάτι που θεωρείται το ανώτατο όριο
    Το φράγμα του ήχου/Το ευρώ ξεπέρασε το φράγμα του δολαρίου
  3. εμπόδιο, οτιδήποτε φράζει
    Η μουσική βοηθά να ξεπεραστεί το φράγμα της γλώσσας και ενώνει τους λαούς


Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.