χτίζω γέφυρες
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
χτίζω γέφυρες
- (μεταφορικά) δημιουργώ τις συνθήκες προσέγγισης και επικοινωνίας μεταξύ αντίπαλων ατόμων ή χωρών
Συνώνυμα
- ρίχνω γέφυρες
Αντώνυμα
- γκρεμίζω τις γέφυρες
- κόβω τις γέφυρες
Πηγές
- γέφυρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γέφυρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- χτίζω γέφυρες - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.