οδοντοστοιχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντοστοιχία οι οδοντοστοιχίες
      γενική της οδοντοστοιχίας των οδοντοστοιχιών
    αιτιατική την οδοντοστοιχία τις οδοντοστοιχίες
     κλητική οδοντοστοιχία οδοντοστοιχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδοντοστοιχία < οδούς (γενική: οδόντος) + -ο- + -στοιχία (< στοίχος)

Ουσιαστικό

(η) οδοντοστοιχία θηλυκό

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.