αερογέφυρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αερογέφυρα | οι | αερογέφυρες |
| γενική | της | αερογέφυρας | των | αερογεφυρών |
| αιτιατική | την | αερογέφυρα | τις | αερογέφυρες |
| κλητική | αερογέφυρα | αερογέφυρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αερογέφυρα θηλυκό
- συντονισμένη προσπάθεια μεταφοράς ανθρώπων, υλικών, βοήθειας κ.λπ. με πολλαπλές πτήσεις αεροπλάνων
- γέφυρα που περνάει πάνω από δρόμο ή σιδηροδρομική γραμμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.