αβγό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβγό τα αβγά
      γενική του αβγού των αβγών
    αιτιατική το αβγό τα αβγά
     κλητική αβγό αβγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβγό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αβγό(ν) / αὐγό(ν) < αρχαία ελληνική ᾠόν < ϝόν < πρωτοελληνική *ōyyón < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm ‎(αβγό) < *h₂éwis ‎(πουλί)
(από τη συνεκφορά: τὰ ᾠά > ταωά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγά > αβγό (δείτε και αφτί)
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι[1] θεωρούν αναιτιολόγητη τη γραφή με δίφθογγο αυ, που όμως είχε ευρεία χρήση.
Αβγά κότας.
Τηγανητό αβγό.

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈvɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβγό

Ουσιαστικό

αβγό ουδέτερο

  1. (βιολογία) το γονιμοποιημένο ωάριο, το γέννημα θηλυκών ζώων (πτηνών, ερπετών και ψαριών), που έχει σφαιρικό σχήμα και αποτελείται από το κέλυφος (αλλιώς τσόφλι), τις υποκελύφιες μεμβράνες, το λεύκωμα (αλλιώς, ασπράδι) και τη λέκιθο (αλλιώς κρόκο)
  2. το γέννημα κυρίως της κότας
    • (τρόφιμο) το περιεχόμενο του αβγού ως τροφή
      • αβγά μάτια : αβγά τηγανητά που δεν έχουν χτυπηθεί, ώστε το ασπράδι και ο κρόκος στη μέση να μοιάζουν με μάτι
      • αβγό μελάτο : αβγό βρασμένο λίγο, ώστε ο κρόκος να είναι παχύρρευστος

(δείτε Ετυμολογία)

Εκφράσεις

  • αβγά κουρεύουμε;
  • αβγά σού καθαρίζουνε;
  • αβγό του Κολόμβου
  • ακόμη δε βγήκε απ' τ' αβγό
  • κάθομαι στ' αβγά μου
  • με παίρνουν με τ' αβγά
  • ρούφα τ' αβγό σου
  • σιγά τ' αβγά
  • χάνω τ' αβγά και τα πασχάλια, χάνω τ' αβγά και τα καλάθια

Παροιμίες

  • αβγό να πέσει απ' τον κώλο του δε θα σπάσει
  • η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα;

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. (με χρονολογική σειρά) Λεξικά με κύριο λήμμα «αβγό», ή εργασίες σχετικά με το «αβγό»: Με κύριο λήμμα «αυγό», καθώς ήταν η συνήθως γραφή

Πηγές

  • Ανδριώτης, Νικόλαος Π. (1951) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2001 (φωτοτυπική επανέκδοση)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.