αβγό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αβγό | τα | αβγά |
| γενική | του | αβγού | των | αβγών |
| αιτιατική | το | αβγό | τα | αβγά |
| κλητική | αβγό | αβγά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβγό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αβγό(ν) / αὐγό(ν) < αρχαία ελληνική ᾠόν < ᾠϝόν < πρωτοελληνική *ōyyón < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm (αβγό) < *h₂éwis (πουλί)
- Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι[1] θεωρούν αναιτιολόγητη τη γραφή με δίφθογγο αυ, που όμως είχε ευρεία χρήση.

Αβγά κότας.

Τηγανητό αβγό.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγό
Ουσιαστικό
αβγό ουδέτερο
Εκφράσεις
- αβγά κουρεύουμε;
- αβγά σού καθαρίζουνε;
- αβγό του Κολόμβου
- ακόμη δε βγήκε απ' τ' αβγό
- κάθομαι στ' αβγά μου
- με παίρνουν με τ' αβγά
- ρούφα τ' αβγό σου
- σιγά τ' αβγά
- χάνω τ' αβγά και τα πασχάλια, χάνω τ' αβγά και τα καλάθια
Παροιμίες
- αβγό να πέσει απ' τον κώλο του δε θα σπάσει
- η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα;
Συγγενικά
- αβγίλα
- αβγουλού
- αβγουλάτος
- αβγουλιέρα
- αβγουλίλα και αβγουλίλας
- αβγουλωτός
- αβγουλώνω
- αβγώνω
- αβγωμένος
Σύνθετα
-
αβγό στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αβγό
|
Αναφορές
- (με χρονολογική σειρά) Λεξικά με κύριο λήμμα «αβγό», ή εργασίες σχετικά με το «αβγό»:
- Χατζιδάκις, Γεώργιος, Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, 2, 322
- Τριανταφυλλίδης, Μανόλης, Άπαντα, 7, 325 κεξ
- Ανδριώτης, Νικόλαος Π. (1951) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (1998) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας
- αυγό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αλλά στην εισαγωγή, εξηγείται ότι ακολουθείται καταχρηστικά η (τότε) «κρατούσα» ορθογραφία. (Εισαγωγή, Ετυμολογία ζ. Ορθογραφικές ενδείξεις) - αὐγό, βλ. αβγό - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία,, με κύριο λήμμα το ἀβγό και παρατήρηση: «δημ.[οτική] δ.[ιαφορετική] γ.[ραφή] αὐγό
Πηγές
- Ανδριώτης, Νικόλαος Π. (1951) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2001 (φωτοτυπική επανέκδοση)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.