αβγοκόβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβγοκόβω < αβγ(ό) + -ο- + κόβω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.vɣoˈko.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβγοκόβω

Ρήμα

αβγοκόβω, αόρ.: αβγόκοψα, παθ.φωνή: αβγοκόβομαι, π.αόρ.: αβγοκόπηκα, μτχ.π.π.: αβγοκομμένος [1]

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.