αβγουλωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβγουλωτός | η | αβγουλωτή | το | αβγουλωτό |
| γενική | του | αβγουλωτού | της | αβγουλωτής | του | αβγουλωτού |
| αιτιατική | τον | αβγουλωτό | την | αβγουλωτή | το | αβγουλωτό |
| κλητική | αβγουλωτέ | αβγουλωτή | αβγουλωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβγουλωτοί | οι | αβγουλωτές | τα | αβγουλωτά |
| γενική | των | αβγουλωτών | των | αβγουλωτών | των | αβγουλωτών |
| αιτιατική | τους | αβγουλωτούς | τις | αβγουλωτές | τα | αβγουλωτά |
| κλητική | αβγουλωτοί | αβγουλωτές | αβγουλωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβγουλωτός < αβγό
Επίθετο
αβγουλωτός, -ή, -ό
- που περιέχει αβγά ή γίνεται με αβγό, που έχει πολλά αβγά ή που έχει μορφή αβγού (όχι ιδιαίτερα δόκιμη λέξη σε καμία από τις έννοιες)
Μεταφράσεις
αβγουλωτός
|
→ δείτε τη λέξη ωοειδής |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.